Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χωριατεύω — Ν [χωριάτης] φέρομαι σαν απολίτιστος χωριάτης … Dictionary of Greek
χωριατεύω — χωριάτεψα, φέρομαι σαν χωριάτης, χωριατοφέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)